καταποντίζει

καταποντίζει
καταποντίζω
throw into the sea
pres ind mp 2nd sg
καταποντίζω
throw into the sea
pres ind act 3rd sg
καταποντίζω
throw into the sea
pres ind mp 2nd sg
καταποντίζω
throw into the sea
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») …   Dictionary of Greek

  • καταποντιστικός — καταποντιστικός, ή, όν (Μ) [καταποντιστής] αυτός που καταποντίζει, που είναι ικανός να βυθίσει, να πνίξει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”